φισκίνα

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

ἡ, Μ
δεξαμενή, κολυμβήθρα («εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνης ὅπου ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. piscina «δεξαμενή, κολυμπήθρα, ιχθυοτροφείο»].