έδρανο: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἕδρανον]])<br />[[κάθισμα]] με πολλές θέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>τα έδρανα</i><br />στοιχεία τών μηχανών για τη [[στήριξη]] τών ατράκτων ή τών αξόνων τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» — το [[έδρανο]] τών πλοίων [[αμέσως]] [[μετά]] τη στροφαλοφόρο άτρακτο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στήριγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (AM [[ἕδρανον]])<br />[[κάθισμα]] με πολλές θέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>τα έδρανα</i><br />στοιχεία τών μηχανών για τη [[στήριξη]] τών ατράκτων ή τών αξόνων τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» — το [[έδρανο]] τών πλοίων [[αμέσως]] [[μετά]] τη στροφαλοφόρο άτρακτο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στήριγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾰνον</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόπρανον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (AM ἕδρανον)
κάθισμα με πολλές θέσεις
νεοελλ.
1. τα έδρανα
στοιχεία τών μηχανών για τη στήριξη τών ατράκτων ή τών αξόνων τους
2. φρ. «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» — το έδρανο τών πλοίων αμέσως μετά τη στροφαλοφόρο άτρακτο
αρχ.-μσν.
στήριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έδρα + επίθημα -ᾰνον (πρβλ. κόπρανον)].