ἄαται: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(2)
(0)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄᾰται:'''<b class="num">I.</b> Επικ. Μέσ. από το <i>ἄω</i>. II. [[ἀᾶται]], από το [[ἀάω]].
|lsmtext='''ἄᾰται:'''<b class="num">I.</b> Επικ. Μέσ. από το <i>ἄω</i>. II. [[ἀᾶται]], από το [[ἀάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄᾰται:''' Hes. 3 л. sing. praes. med. к ἄω.
}}
}}

Latest revision as of 02:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἄαται: Ἐπ. ἀντὶ ἄεται, ἐκ τοῦ ἄω, κορέννυμι, Ἡσ. Ἀσπ. 101.

Spanish (DGE)

v. 3 ἄω.

Greek Monotonic

ἄᾰται:I. Επικ. Μέσ. από το ἄω. II. ἀᾶται, από το ἀάω.

Russian (Dvoretsky)

ἄᾰται: Hes. 3 л. sing. praes. med. к ἄω.