| |lsmtext='''ἀγᾰθὸς:''' [ᾰγ], -ή, -όν (αμφίβ. προέλ.)· [[καλός]], Λατ. [[bonus]].<br /><b class="num">I.</b>λέγεται για πρόσωπα·<br /><b class="num">1.</b> αρχικά, [[καλός]], [[ευγενής]], [[αριστοκρατικός]], σε [[σχέση]] με την [[καταγωγή]], αντίθ. προς το <i>κακοί</i>· <i>πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο</i>, θεὰ δέ με [[γείνατο]] [[μήτηρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν</i>, Λατ. [[boni]] bonis prognati, σε Πλάτ.· με αυτή την πρωταρχική [[σημασία]] συνδέθηκε και αυτή της πολιτικής δύναμης και του πλούτου, όπως στο Λατ. [[optimus]] quisqueστο Σαλ. και στον Κικ.· [[ιδίως]] στη [[φράση]] <i>καλοὶ κἀγαθοὶ</i> (βλ. [[καλοκἀγαθός]]).<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]], σχετικά με την [[απόδοση]] αυτών των αερτών στους αρχιστράτηγους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀγαθὸς]] ἐν ὑσμίνῃ, βοὴν [[ἀγαθός]], πὺξ [[ἀγαθὸς]] κ.λπ., σε Όμηρ.· <i>ἀγαθὰ τὰ πολέμια</i>, <i>τὰ [[πολιτικά]]</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., [[ἀγαθὸς]] πολέμῳ, σε Ξεν.· και με πρόθ., [[ἀγαθὸς]] εἴς τι, [[περί]] τι, [[πρός]] τι, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης με απαρ., [[ἀγαθὸς]] μάχεσθαι, <i>ἱππεύεσθαι</i>, [[ικανός]], [[δεινός]] στη [[μάχη]] κ.λπ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ακέραιος]], [[αγαθός]], με [[ηθική]] [[σημασία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἀγαθοῦ δαίμονος</i>, ως [[πρόποση]], «στην [[τιμή]] του καλού πνεύματος», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα·<br /><b class="num">1.</b> [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]]· [[Ἰθάκη]] ἀγαθὴ [[κουροτρόφος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἀγαθὸς]] τοῖς τοκεῦσι, <i>τῇ πόλει</i>, σε Ξεν.· με γεν., εἴ τι [[οἶδα]] πυρετοῦ ἀγαθόν, καλό για τον πυρετό, στον ίδ.· <i>ἀγαθόν</i> (<i>ἐστι</i>) με απαρ., είναι καλό να..., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀγαθόν</i>, <i>τό</i>, το καλό· λέγεται για πρόσωπα, <i>φίλον</i>, <i>ὃ μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασι</i>, σε Ξεν.· <i>ἐπ' ἀγαθῷ τοῖς πολίταις</i>, σε Αριστοφ.· <i>τὸ ἀγαθὸν</i> ή [[τἀγαθόν]], το καλό, Λατ. [[summum]] [[bonum]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[καλή]] [[ράτσα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αντί των κανονικών βαθμών του συγκρ. χρησιμοποιούνται πολλοί τύποι· συγκρ. [[ἀμείνων]], [[ἀρείων]], [[βελτίων]], [[κρείσσων]], <i>λωΐων</i> ([[λῴων]]), Επικ. [[βέλτερος]], <i>λωΐτερος</i>, [[φέρτερος]] — υπερθ. [[ἄριστος]], [[βέλτιστος]], [[κράτιστος]], [[λώϊστος]] ([[λῷστος]]), Επικ. [[βέλτατος]], [[κάρτιστος]], [[φέρτατος]], [[φέριστος]].<br /><b class="num">IV.</b> το επίρρ. είναι [[συνήθως]] το <i>εὖ</i>· το [[ἀγαθῶς]] υπάρχει σε μεταγεν. συγγραφείς.
| |