ἀποδέξασθαι: Difference between revisions

(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodeksasthai
|Transliteration C=apodeksasthai
|Beta Code=a)pode/casqai
|Beta Code=a)pode/casqai
|Definition=aor. 1 of <b class="b3">ἀποδέχομαι</b>, but also, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Ion. for <b class="b3">ἀποδείξασθαι</b>, cf. [[ἀποδείκνυμι]].</span>
|Definition=aor. 1 of [[ἀποδέχομαι]], but also,<br><span class="bld">II</span> Ion. for [[ἀποδείξασθαι]], cf. [[ἀποδείκνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀποδέξασθαι''': ἀπαρ. τοῦ μέσ. ἀόρ. α΄ τοῦ [[ἀποδέχομαι]], ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ΙΙ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀποδείξασθαι ἐκ τοῦ ἀποδείκνυμαι.
|dgtxt=v. [[ἀποδέχομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao. de</i> [[ἀποδέχομαι]];<br /><i>inf. ao. Moy. ion. de</i> [[ἀποδείκνυμι]].
|btext=<i>inf. ao. de</i> [[ἀποδέχομαι]];<br /><i>inf. ao. Moy. ion. de</i> [[ἀποδείκνυμι]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=v. [[ἀποδέχομαι]].
|ptext=ion. = ἀποδείξασθαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδέξασθαι:'''<br /><b class="num">I</b> inf. aor. к [[ἀποδέχομαι]].<br /><b class="num">II</b> ион. inf. med. к [[ἀποδείκνυμι]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀποδέξασθαι''': ἀπαρ. τοῦ μέσ. ἀόρ. α΄ τοῦ [[ἀποδέχομαι]], ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ΙΙ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀποδείξασθαι ἐκ τοῦ ἀποδείκνυμαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδέξασθαι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. αορ. αʹ του [[ἀποδέχομαι]].<br /><b class="num">II.</b> Ιων. αντί <i>ἀποδείξασθαι</i>, αόρ. αʹ του [[ἀποδείκνυμι]].
|lsmtext='''ἀποδέξασθαι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. αορ. αʹ του [[ἀποδέχομαι]].<br /><b class="num">II.</b> Ιων. αντί <i>ἀποδείξασθαι</i>, αόρ. αʹ του [[ἀποδείκνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

English (LSJ)

aor. 1 of ἀποδέχομαι, but also,
II Ion. for ἀποδείξασθαι, cf. ἀποδείκνυμι.

Spanish (DGE)

v. ἀποδέχομαι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. de ἀποδέχομαι;
inf. ao. Moy. ion. de ἀποδείκνυμι.

German (Pape)

ion. = ἀποδείξασθαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδέξασθαι:
I inf. aor. к ἀποδέχομαι.
II ион. inf. med. к ἀποδείκνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδέξασθαι: ἀπαρ. τοῦ μέσ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀποδέχομαι, ἀλλ’ ὡσαύτως ΙΙ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀποδείξασθαι ἐκ τοῦ ἀποδείκνυμαι.

Greek Monotonic

ἀποδέξασθαι:I. απαρ. αορ. αʹ του ἀποδέχομαι.
II. Ιων. αντί ἀποδείξασθαι, αόρ. αʹ του ἀποδείκνυμι.