ἐῶμεν: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(4)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐῶμεν:''' συνηρ. αʹ πληθ. του [[ἐάω]]· ἐῶμι, αʹ ενικ. ευκτ.
|lsmtext='''ἐῶμεν:''' συνηρ. αʹ πληθ. του [[ἐάω]]· ἐῶμι, αʹ ενικ. ευκτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐῶμεν:''' 1 л. pl. praes. к [[ἐάω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:24, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. de ἐάω.

Greek Monotonic

ἐῶμεν: συνηρ. αʹ πληθ. του ἐάω· ἐῶμι, αʹ ενικ. ευκτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐῶμεν: 1 л. pl. praes. к ἐάω.