κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
1ᵉ pl. de ἐάω.
ἐῶμεν: συνηρ. αʹ πληθ. του ἐάω· ἐῶμι, αʹ ενικ. ευκτ.
ἐῶμεν: 1 л. pl. praes. к ἐάω.