παρέβασκε: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(5)
 
(nl)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρέβασκε:''' Επικ. αντί <i>παρέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[παραβαίνω]].
|lsmtext='''παρέβασκε:''' Επικ. αντί <i>παρέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[παραβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρέβασκε ep. iter. imperf. van παραβαίνω.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 1 January 2019

Greek Monotonic

παρέβασκε: Επικ. αντί παρέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του παραβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρέβασκε ep. iter. imperf. van παραβαίνω.