ἐπιπλώς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπλώς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του [[ἐπιπλέω]].
|lsmtext='''ἐπιπλώς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του [[ἐπιπλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπλώς:''' эп. part. к [[ἐπιπλώω]].
}}
}}

Latest revision as of 20:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. ἐπιπλώω.

Greek Monotonic

ἐπιπλώς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του ἐπιπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλώς: эп. part. к ἐπιπλώω.