καρβάτιναι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(5)
m (1 revision imported)
 
(4 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[shoes of undressed leather]], [[brogues]], Xen. [deriv. uncertain]
}}
{{elnl
|elnltext=αἱ [[καρβάτιναι]] = [[schoenen van ongelooid leer]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καρβάτιναι''': -αἱ, ὑποδήματα ἐξ ἀκατεργάστου ἢ νεοδάρτου δέρματος, ἰδίως βοός, «τσαρούχια», Ξεν. Ἀν. 4. 5. 14, Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27 - τὰ crepiade carbatinae τοῦ Κατούλλου 98. 4. - Παρ' Ἡσυχ. δὲ καὶ [[καρπάτινον]], τό, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει: «ἀγροικικὸν [[ὑπόδημα]] μονόδερμον», ὁ δὲ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 88 ἔχει: «καρβατίνη, ἀγροικικὸν [[ὑπόδημα]], κληθὲν ἀπὸ Καρῶν».
|lstext='''καρβάτιναι''': -αἱ, ὑποδήματα ἐξ ἀκατεργάστου ἢ νεοδάρτου δέρματος, ἰδίως βοός, «τσαρούχια», Ξεν. Ἀν. 4. 5. 14, Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27 - τὰ crepiade carbatinae τοῦ Κατούλλου 98. 4. - Παρ' Ἡσυχ. δὲ καὶ [[καρπάτινον]], τό, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει: «ἀγροικικὸν [[ὑπόδημα]] μονόδερμον», ὁ δὲ Πολυδ. Ζ΄, 88 ἔχει: «καρβατίνη, ἀγροικικὸν [[ὑπόδημα]], κληθὲν ἀπὸ Καρῶν».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρβάτιναι:''' αἱ, υποδήματα, παπούτσια από ακατέργαστο [[δέρμα]], τσαρούχια, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''καρβάτιναι:''' αἱ, υποδήματα, παπούτσια από ακατέργαστο [[δέρμα]], τσαρούχια, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 8 October 2024

Middle Liddell

shoes of undressed leather, brogues, Xen. [deriv. uncertain]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱ καρβάτιναι = schoenen van ongelooid leer.

Greek (Liddell-Scott)

καρβάτιναι: -αἱ, ὑποδήματα ἐξ ἀκατεργάστου ἢ νεοδάρτου δέρματος, ἰδίως βοός, «τσαρούχια», Ξεν. Ἀν. 4. 5. 14, Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27 - τὰ crepiade carbatinae τοῦ Κατούλλου 98. 4. - Παρ' Ἡσυχ. δὲ καὶ καρπάτινον, τό, ὅπερ ἑρμηνεύει: «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον», ὁ δὲ Πολυδ. Ζ΄, 88 ἔχει: «καρβατίνη, ἀγροικικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν».

Greek Monotonic

καρβάτιναι: αἱ, υποδήματα, παπούτσια από ακατέργαστο δέρμα, τσαρούχια, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).