ἐκτάμην: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(4)
 
(2)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτάμην:''' Επικ. Μέσ. αόρ. βʹ του [[κτείνω]].
|lsmtext='''ἐκτάμην:''' Επικ. Μέσ. αόρ. βʹ του [[κτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτάμην:''' aor. 2 med. к *[[κτῆμι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:32, 31 December 2018

Greek Monotonic

ἐκτάμην: Επικ. Μέσ. αόρ. βʹ του κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάμην: aor. 2 med. к *κτῆμι.