ἐκτάμην

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monotonic

ἐκτάμην: Επικ. Μέσ. αόρ. βʹ του κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάμην: aor. 2 med. к *κτῆμι.