δραξ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(1b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δραξ:''' δρᾰκός ἡ горсть (πηλοῦ Batr.).
|elrutext='''δραξ:''' δρᾰκός ἡ [[горсть]] (πηλοῦ Batr.).
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

και δράκα, η (AM δράξ)
1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος του χεριού, δράγμα
2. παλάμη, χούφτα.

Russian (Dvoretsky)

δραξ: δρᾰκός ἡ горсть (πηλοῦ Batr.).