δράξ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ᾰκός, ἡ,
A handful, πηλοῦ Batr.237; ἀλφίτων Porph.Abst.2.17.
II the hand, τίς ἐμέτρησε τὴν γῆν δρακί; LXX Is.40.12 (so δράξ· παλάμη, Hsch.); τὰς δράκας καρτερῶς σφίγξαι Herm. ap. Stob. 1.49.44; the claw of the constellation Leo, Ptol.Alm.7.5.
III a measure, Dsc.5.87, Hero *Mens.61.9, Hsch.
IV βακχικαὶ δράκες = θύρσοι, Sch.Il.6.134.
Spanish (DGE)
-ακός, ἡ
1 puño, mano cerrada τὰς δράκας κρατερῶς σφίγξας Corp.Herm.Fr.23.52, δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα LXX Le.2.2, cf. 5.12, Poll.9.77
•de anim. zarpa, garra de la constelación Leo, Ptol.Alm.7.5.
2 lo que cabe en el puño, puñado πηλοῦ δράκα ῥίψεν Batr.(a)237, ἀλεύρου LXX 3Re.17.12, πλῆσον τὰς δράκας σου ἀνθράκων πυρός LXX Ez.10.2, cf. I.AI 3.235, Eu.Barth.4.28, ἀλφίτων Porph.Abst.2.17
•fig. puñado, pequeña cantidad δύο δρακῶν μόχθου dos puñados de afán LXX Ec.4.6, cf. Pall.H.Laus.25.3
•como unidad o medida: el manojo o puñado de ὀβελίσκοι como equivalente a una unidad monetaria Heraclid.Pont.152
•como medida de capacidad gener. de áridos κριθῶν Dsc.5.87, τίς ἐμέτρησεν ... πᾶσαν τὴν γῆν δρακί; LXX Is.40.12, ὀφέν, ὅ ἐστι τῶν βʹ δρακῶν τῆς χειρὸς τὸ μέτρον Hero Mens.61.9, cf. 10, ξέστου τὸ τέταρτον Hsch.
3 cuenco de la mano, palma de la mano Hsch.δ 2308, Sch.Er.Il.11.425.
4 sent. dud., quizá vara, cetro θύρσους, τουτέστι τὰς Βακχικὰς δράκας Sch.Bek.Il.6.134.
• Etimología: Cf. δράσσομαι.
German (Pape)
[Seite 665] ακός, ὁ, auch ἡ, = δράγμα, eine Handvoll; Batr. 940; vgl. Poll. 2, 144. 147. 9, 77; LXX, u. Sp. – Die (flache) Hand; Hesych., τοὺς δράκας σφίγξας, Stob. ecl. p. 968.
French (Bailly abrégé)
δρακός (ἡ) :
poignée, pleine main.
Étymologie: cf. δράγμα ; DELG pas d'étym. claire.
Greek (Liddell-Scott)
δράξ: -ᾰκός, ἡ, = δράγμα, Βατραχομ. 240, Ἑβδ.· ὡς ἀρσ., Στοβ. Ἐκλ. 1. 968. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον τοῦ ξέστου, Γραμμ. ΙΙΙ. ἡ παλάμη, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και δράκα, η (AM δράξ)
1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος του χεριού, δράγμα
2. παλάμη, χούφτα.
Greek Monotonic
δράξ: -ᾰκός, ἡ, = δράγμα, σε Βατραχομ.