ταλαιπαθής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(4b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰλαιπᾰθής:''' многострадальный (μέροπες Anth.). | |elrutext='''τᾰλαιπᾰθής:''' [[многострадальный]] (μέροπες Anth.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:50, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
ταλαιπαθής: -ές, = ταλαίπωρος, Ἀνθ. Π. 1. 32.
Greek Monolingual
και ταλαπαθής, -ές, Α
ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαι-/ ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -παθής (< πάθος), πρβλ. κακο-παθής (για τη μορφή ταλαι- του α' συνθετικού βλ. λ. ταλαίπωρος)].
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαιπᾰθής: многострадальный (μέροπες Anth.).