ταλαιπαθής
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek (Liddell-Scott)
ταλαιπαθής: -ές, = ταλαίπωρος, Ἀνθ. Π. 1. 32.
Greek Monolingual
και ταλαπαθής, -ές, Α
ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαι-/ ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -παθής (< πάθος), πρβλ. κακο-παθής (για τη μορφή ταλαι- του α' συνθετικού βλ. λ. ταλαίπωρος)].
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαιπᾰθής: многострадальный (μέροπες Anth.).