ἐπάξω: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(2) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=v. [[ἐπάγω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάξω:'''<br /><b class="num">I</b> дор. (= ἐπήξω) 2 л. sing. aor. 1 med. к [[πήγνυμι]].<br /><b class="num">II</b> fut. к [[ἐπάγω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάξω''': Δωρ. ἀντὶ ἐπήξω, β΄ ἑνικ. πρόσωπ. τοῦ Μέσ. ἀορ. α΄ τοῦ [[πήγνυμι]], Θεόκρ. 4. 28, [[ἔνθα]] νῦν αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἐπάξα κατὰ τὸν Σχολ. λέγοντα: «τὸ δεύτερον [[πρόσωπον]] τοῦ α΄ μέσου ἀορίστου οἱ Συρακόσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται». | |lstext='''ἐπάξω''': Δωρ. ἀντὶ ἐπήξω, β΄ ἑνικ. πρόσωπ. τοῦ Μέσ. ἀορ. α΄ τοῦ [[πήγνυμι]], Θεόκρ. 4. 28, [[ἔνθα]] νῦν αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἐπάξα κατὰ τὸν Σχολ. λέγοντα: «τὸ δεύτερον [[πρόσωπον]] τοῦ α΄ μέσου ἀορίστου οἱ Συρακόσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπάξω:''' Δωρ. αντί <i>ἐπήξω</i>, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του [[πήγνυμι]]. | |lsmtext='''ἐπάξω:''' Δωρ. αντί <i>ἐπήξω</i>, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του [[πήγνυμι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:30, 3 October 2022
French (Bailly abrégé)
v. ἐπάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάξω:
I дор. (= ἐπήξω) 2 л. sing. aor. 1 med. к πήγνυμι.
II fut. к ἐπάγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάξω: Δωρ. ἀντὶ ἐπήξω, β΄ ἑνικ. πρόσωπ. τοῦ Μέσ. ἀορ. α΄ τοῦ πήγνυμι, Θεόκρ. 4. 28, ἔνθα νῦν αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἐπάξα κατὰ τὸν Σχολ. λέγοντα: «τὸ δεύτερον πρόσωπον τοῦ α΄ μέσου ἀορίστου οἱ Συρακόσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται».
Greek Monotonic
ἐπάξω: Δωρ. αντί ἐπήξω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του πήγνυμι.