κελύφανον: Difference between revisions

(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κελύφᾰνον
|Full diacritics=κελῡ́φᾰνον
|Medium diacritics=κελύφανον
|Medium diacritics=κελύφανον
|Low diacritics=κελύφανον
|Low diacritics=κελύφανον
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kelyfanon
|Transliteration C=kelyfanon
|Beta Code=kelu/fanon
|Beta Code=kelu/fanon
|Definition=[<b class="b3">ῡ], τό,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κέλυφος]], Lyc.89, Luc.<span class="title">VH</span>2.38 (dub.).</span>
|Definition=[ῡ], τό, = [[κέλυφος]], Lyc.89, Luc.''VH''2.38 (dub.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] τό, = [[κελύφη]]; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] τό, = [[κελύφη]]; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελύφᾰνον''': , τό, = [[κέλυφος]], κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «[[κελύφανον]], ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.
|elnltext=κελύφανον -ου, τό [κέλυφος] dop:. κελύφανα καρύων notendoppen Luc. 14.38.
}}
{{elru
|elrutext='''κελύφᾰνον:''' () τό Luc., [[varia lectio|v.l.]] = [[κέλυφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελύφανον]], τὸ (Α)<br />το [[κέλυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλυφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έδρ</i>-<i>ανον</i>, <i>όργ</i>-<i>ανον</i>)].
|mltxt=[[κελύφανον]], τὸ (Α)<br />το [[κέλυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλυφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[έδρανον]], [[όργανον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελύφᾰνον:''' [ῡ], τό, [[κέλυφος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κελύφᾰνον:''' [ῡ], τό, [[κέλυφος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κελύφᾰνον:''' () τό Luc., v. l. = [[κέλυφος]].
|lstext='''κελύφᾰνον''': , τό, = [[κέλυφος]], κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «[[κελύφανον]], ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κελύφανον -ου, τό [κέλυφος] dop:. κελύφανα καρύων notendoppen Luc. 14.38.
|mdlsjtxt=κελύ¯φᾰνον, ου, τό, = [[κέλυφος]], Luc.]
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῡ], τό, = κέλυφος, Lyc.89, Luc.VH2.38 (dub.).

German (Pape)

[Seite 1416] τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελύφανον -ου, τό [κέλυφος] dop:. κελύφανα καρύων notendoppen Luc. 14.38.

Russian (Dvoretsky)

κελύφᾰνον: (ῡ) τό Luc., v.l. = κέλυφος.

Greek Monolingual

κελύφανον, τὸ (Α)
το κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρανον, όργανον)].

Greek Monotonic

κελύφᾰνον: [ῡ], τό, κέλυφος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κελύφᾰνον: ῡ, τό, = κέλυφος, κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, ἔνθα ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «κελύφανον, ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.

Middle Liddell

κελύ¯φᾰνον, ου, τό, = κέλυφος, Luc.]