συναρμολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(4)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' [[быть слаженным]], [[соразмерным]] (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to be fitted or framed [[together]], NTest.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

Greek Monotonic

συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συναρμολογέομαι: быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).

Middle Liddell

Pass. to be fitted or framed together, NTest.