Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἑλικωνιάδες: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(1ab)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''Ἑλῐκωνιάδες:''' αἱ (sc. παρθένοι) обитательницы Геликона, т. е. Музы Hes., Pind., Eur., Anth.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἑλῐκωνιάδες''': (ἐνν. παρθένοι), αἱ, αἱ κατοικοῦσαι ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, αἱ Μοῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 656, Θ. 1· Μοῦσαι Ἑλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067. 19· οὕτω καὶ Ἑλικωνίδες, Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων (ἑλικωπίδων Wilamowitz) Σοφ. Ο. Τ. 1109· Μοῦσαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 791, Συλλ. Ἐπιγρ. 1212.
|lstext='''Ἑλῐκωνιάδες''': (ἐνν. παρθένοι), αἱ, αἱ κατοικοῦσαι ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, αἱ Μοῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 656, Θ. 1· Μοῦσαι Ἑλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067. 19· οὕτω καὶ Ἑλικωνίδες, Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων (ἑλικωπίδων Wilamowitz) Σοφ. Ο. Τ. 1109· Μοῦσαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 791, Συλλ. Ἐπιγρ. 1212.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἑλῐκωνιάδες:''' (ενν. <i>παρθένοι</i>), <i>αἱ</i>, οι κάτοικοι του όρους Ελικώνα, οι Μούσες, σε Ησίοδ.· ομοίως και, <i>Νύμφαι</i> Ἑλικωνίδες, σε Σοφ.
|lsmtext='''Ἑλῐκωνιάδες:''' (ενν. <i>παρθένοι</i>), <i>αἱ</i>, οι κάτοικοι του όρους Ελικώνα, οι Μούσες, σε Ησίοδ.· ομοίως και, <i>Νύμφαι</i> Ἑλικωνίδες, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἑλῐκωνιάδες:''' αἱ (sc. παρθένοι) обитательницы Геликона, т. е. Музы Hes., Pind., Eur., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from Ἑλῐκών]<br />sc.Ἑλῐκωνιάδες παρθένοι, αἱ, the dwellers on [[Helicon]], the Muses, Hes.: so, Νύμφαι Ἑλικωνίδες, Soph.
|mdlsjtxt=[from Ἑλῐκών]<br />sc.Ἑλῐκωνιάδες παρθένοι, αἱ, the dwellers on [[Helicon]], the Muses, Hes.: so, Νύμφαι Ἑλικωνίδες, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

Ἑλῐκωνιάδες: αἱ (sc. παρθένοι) обитательницы Геликона, т. е. Музы Hes., Pind., Eur., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλῐκωνιάδες: (ἐνν. παρθένοι), αἱ, αἱ κατοικοῦσαι ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, αἱ Μοῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 656, Θ. 1· Μοῦσαι Ἑλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067. 19· οὕτω καὶ Ἑλικωνίδες, Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων (ἑλικωπίδων Wilamowitz) Σοφ. Ο. Τ. 1109· Μοῦσαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 791, Συλλ. Ἐπιγρ. 1212.

Greek Monotonic

Ἑλῐκωνιάδες: (ενν. παρθένοι), αἱ, οι κάτοικοι του όρους Ελικώνα, οι Μούσες, σε Ησίοδ.· ομοίως και, Νύμφαι Ἑλικωνίδες, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from Ἑλῐκών]
sc.Ἑλῐκωνιάδες παρθένοι, αἱ, the dwellers on Helicon, the Muses, Hes.: so, Νύμφαι Ἑλικωνίδες, Soph.