οξυτελής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξυτελής]]<br /><b>εντομολ.</b> [[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λήγει σε οξύ [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>τελής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξυτελής]]<br /><b>εντομολ.</b> [[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λήγει σε οξύ [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[ημιτελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελής
εντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
αυτός που λήγει σε οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημιτελής].