λοξώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῡ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]].
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῖτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM λοξῶ, -όω, Μ και λοξώνω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῖτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.)
αρχ.
ρίχνω κάτι πλάγια.