ἀρχαΐζω: Difference between revisions

(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=archaizo
|Transliteration C=archaizo
|Beta Code=a)rxai/+zw
|Beta Code=a)rxai/+zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be old-fashioned, copy the ancients</b> in manners, language, etc., <span class="bibl">D.H.<span class="title">Rh.</span>10.7</span>, Plu.2.558a.</span>
|Definition=to [[be old-fashioned]], [[copy the ancients]] in manners, language, etc., D.H.''Rh.''10.7, Plu.2.558a.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[imitar a los antiguos]] D.H.<i>Rh</i>.10.7, Plu.2.558a.<br /><b class="num">2</b> [[proceder del principio]] τοῦ θεοῦ λόγου τὰ λογικὰ πλάσματα ἡμεῖς, δι' ὃν ἀρχαΐζομεν somos imágenes racionales del verbo divino, por el que procedemos del principio</i> Clem.Al.<i>Prot</i>.1.6.4.<br /><b class="num">3</b> [[ser antiguo]] ὅ γε [[Ἀθηνόδωρος]] ... ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθείς Clem.Al.<i>Prot</i>.4.48, φασὶ δέ τινες ... μηδὲ ἀρχαΐζειν τὴν Ἑβραίων φωνήν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.256.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] sich altväterisch benehmen, die Alten in Sitten u. Sprache nachahmen, Plut. S. N. V. 13. Bei Clem. Alex. I, 21 p. 144 = ins Alterthum versetzen.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[imiter les anciens]], [[se donner l'air d'un ancien]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχαῖος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρχαΐζω:''' [[подражать старине]] ([[Ἑλληνικῶς]] ἀ. Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀρχᾱΐζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι ἀρχαϊκὸς τοὺς τρόπους, μιμοῦμαι τοὺς ἀρχαίους κατὰ τὰ ἤθη ἢ τὴν γλῶσσαν κτλ., [[οὔκουν]] ἀρχαΐζειν ἂν δοκοίη ὁ τὰ ὁλιγάκις εἰρημένα ἀρχαίοις λέγων, ἀλλ’ ὁ τοῖς ἀεὶ λεγομένοις καὶ [[πανταχοῦ]] χρώμενος Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 5, Πλούτ. 2. 558Α. ΙΙ. μεταβ. = παριστῶ τινα ὡς [[ἀρχαῖον]], ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθεὶς Κλήμ. Ἀλ. Προτρ. 43· ναὶ μὴν καὶ Τέρπανδρον ἀρχαΐζουσί τινες ὁ αὐτ. Στρώμ. 1. σ. 397, 20.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀρχαΐζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταχειρίζομαι]] αρχαϊσμούς, [[δηλαδή]] λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους αρχαίους<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον σαν αρχαίο [[χωρίς]] να [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχαϊσμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαϊστής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

English (LSJ)

to be old-fashioned, copy the ancients in manners, language, etc., D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.

Spanish (DGE)

1 imitar a los antiguos D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.
2 proceder del principio τοῦ θεοῦ λόγου τὰ λογικὰ πλάσματα ἡμεῖς, δι' ὃν ἀρχαΐζομεν somos imágenes racionales del verbo divino, por el que procedemos del principio Clem.Al.Prot.1.6.4.
3 ser antiguo ὅ γε Ἀθηνόδωρος ... ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθείς Clem.Al.Prot.4.48, φασὶ δέ τινες ... μηδὲ ἀρχαΐζειν τὴν Ἑβραίων φωνήν Gr.Nyss.Eun.2.256.

German (Pape)

[Seite 364] sich altväterisch benehmen, die Alten in Sitten u. Sprache nachahmen, Plut. S. N. V. 13. Bei Clem. Alex. I, 21 p. 144 = ins Alterthum versetzen.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
imiter les anciens, se donner l'air d'un ancien.
Étymologie: ἀρχαῖος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαΐζω: подражать старине (Ἑλληνικῶς ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχᾱΐζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ἀρχαϊκὸς τοὺς τρόπους, μιμοῦμαι τοὺς ἀρχαίους κατὰ τὰ ἤθη ἢ τὴν γλῶσσαν κτλ., οὔκουν ἀρχαΐζειν ἂν δοκοίη ὁ τὰ ὁλιγάκις εἰρημένα ἀρχαίοις λέγων, ἀλλ’ ὁ τοῖς ἀεὶ λεγομένοις καὶ πανταχοῦ χρώμενος Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 5, Πλούτ. 2. 558Α. ΙΙ. μεταβ. = παριστῶ τινα ὡς ἀρχαῖον, ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθεὶς Κλήμ. Ἀλ. Προτρ. 43· ναὶ μὴν καὶ Τέρπανδρον ἀρχαΐζουσί τινες ὁ αὐτ. Στρώμ. 1. σ. 397, 20.

Greek Monolingual

ἀρχαΐζω)
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες
αρχ.
1. μιμούμαι τους αρχαίους
2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος.
ΠΑΡ. αρχαϊσμός
νεοελλ.
αρχαϊστής].