αρχαϊστής

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς
2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη].