очищение: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀποκάθαρσις]], [[εὐλυσία]], [[ἁγιασμός]], [[ἔκθυσις]], [[ἅγνισμα]], [[κάθαρσις]], [[καθαρμός]], [[καθαρισμός]], [[περικαθαρμός]], [[διακάθαρσις]], [[ἁγνεία]] | |rueltext=[[ἅγος]], [[καθαρμός]], [[ἀποκάθαρσις]], [[εὐλυσία]], [[ἁγιασμός]], [[ἔκθυσις]], [[ἅγνισμα]], [[κάθαρσις]], [[καθαρμός]], [[καθαρισμός]], [[περικαθαρμός]], [[διακάθαρσις]], [[ἁγνεία]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:10, 15 October 2019
Russian > Greek
ἅγος, καθαρμός, ἀποκάθαρσις, εὐλυσία, ἁγιασμός, ἔκθυσις, ἅγνισμα, κάθαρσις, καθαρμός, καθαρισμός, περικαθαρμός, διακάθαρσις, ἁγνεία