ἀργυρόδουλος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
==English== | |||
[[slave to money]], [[greedy]], [[avaricious]] | |||
''νυνὶ δὲ γῆς ἔντερον, γαστρίδουλον, θηλυμανές, ἰταμόν, μέθυσον, πορνοκόπον, ἀργυρώνητον, ἀνελεύθερον, ἀργυρόδουλον, πρὸς αὐτῇ τῇ γενέσει σιδηροκατάδικον''... | |||
''But, in fact, he was an earthworm, glutton, lady-crazy, reckless, drunken, fornicating, venal, low-class, greedy, and iron-condemned''... ([https://www.cs.uky.edu/~raphael/sol/sol-entries/sigma/897 Suda], ''Lexicon'', Alphabetic letter sigma, entry 897, line 70) | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρόδουλος''': ὁ, [[δοῦλος]] τοῦ ἀργυρίου, [[αἰσχρός]], Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Σπάδων. | |lstext='''ἀργῠρόδουλος''': ὁ, [[δοῦλος]] τοῦ ἀργυρίου, [[αἰσχρός]], Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Σπάδων. |
Latest revision as of 12:45, 26 November 2019
English
slave to money, greedy, avaricious
νυνὶ δὲ γῆς ἔντερον, γαστρίδουλον, θηλυμανές, ἰταμόν, μέθυσον, πορνοκόπον, ἀργυρώνητον, ἀνελεύθερον, ἀργυρόδουλον, πρὸς αὐτῇ τῇ γενέσει σιδηροκατάδικον...
But, in fact, he was an earthworm, glutton, lady-crazy, reckless, drunken, fornicating, venal, low-class, greedy, and iron-condemned... (Suda, Lexicon, Alphabetic letter sigma, entry 897, line 70)
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόδουλος: ὁ, δοῦλος τοῦ ἀργυρίου, αἰσχρός, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Σπάδων.
Greek Monolingual
ἀργυρόδουλος, ο (Α)
ο δούλος του χρήματος, αυτός που δεν βάζει τίποτε πάνω απ' το χρήμα.