παχυντικός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pachyntikos
|Transliteration C=pachyntikos
|Beta Code=paxuntiko/s
|Beta Code=paxuntiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having the power of thickening</b>, c. gen., Dsc.5.71 ; [[fattening]], Ath.Med. ap.Orib.inc.<span class="bibl">23.27</span> ; τροφαί <span class="bibl">Sor.1.21</span>.</span>
|Definition=παχυντική, παχυντικόν, [[having the power of thickening]], c. gen., Dsc.5.71; [[fattening]], Ath.Med. ap.Orib.inc.23.27; τροφαί Sor.1.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν [[μετὰ]] γεν., Διοσκ. 5. 81.
|lstext='''πᾰχυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν μετὰ γεν., Διοσκ. 5. 81.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παχύνω]]<br />αυτός που μπορεί να αυξήσει το [[πάχος]], που συντελεί στην [[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να γίνεται [[παχύς]].
|mltxt=-ή, -ό / [[παχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παχύνω]]<br />αυτός που μπορεί να αυξήσει το [[πάχος]], που συντελεί στην [[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να γίνεται [[παχύς]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

English (LSJ)

παχυντική, παχυντικόν, having the power of thickening, c. gen., Dsc.5.71; fattening, Ath.Med. ap.Orib.inc.23.27; τροφαί Sor.1.21.

German (Pape)

[Seite 539] zum Dick- od. Feistmachen gehörig, geschickt.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχυντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν μετὰ γεν., Διοσκ. 5. 81.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ παχύνω
αυτός που μπορεί να αυξήσει το πάχος, που συντελεί στην πάχυνση
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να γίνεται παχύς.