διασμιλεύω: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diasmileyo
|Transliteration C=diasmileyo
|Beta Code=diasmileu/w
|Beta Code=diasmileu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">polish off with the chisel</b>: metaph., δ. βίβλους <span class="title">AP</span>15.38 (Cometas); <b class="b3">διεσμιλευμέναι φροντίδες</b> [[refined]], [[subtle]] theories, <span class="bibl">Alex. 221.8</span>. Adv. διεσμιλευμένως <span class="bibl">Poll.6.150</span>, Hsch.</span>
|Definition=[[polish off with the chisel]]: metaph., δ. βίβλους ''AP''15.38 (Cometas); <b class="b3">διεσμιλευμέναι φροντίδες</b> [[refined]], [[subtle]] theories, Alex. 221.8. Adv. [[διεσμιλευμένως]] Poll.6.150, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=(διασμῑλεύω)<br />[[limar]], [[pulir]] fig. στίξας διεσμίλευσα ταύτας (τὰς Ὁμηρείους βίβλους) ἐντέχνως puntué y pulí estos (poemas homéricos) según las reglas</i>, <i>AP</i> 15.38 (Cometas), en v. pas. λόγοι λεπτοὶ διεσμιλευμέναι τε φροντίδες palabras sutiles y pensamientos tallados a cincel</i> Alex.223.8, cf. Poll.6.149, Hsch.δ 1663<br /><b class="num">•</b>ref. pers., en v. pas. [[ser refinado]] Dioscorus 10.4, 11.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''διασμῑλεύω''': [[λεαίνω]], στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. [[διεσμιλευμένως]] [[Πολυδ]]. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ.
|btext=[[limer]], [[polir en limant]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σμιλεύω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=limer, polir en limant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σμιλεύω]].
|elrutext='''διασμῑλεύω:''' досл. подпиливать, шлифовать, перен. исправлять (τὰς βίβλους ἐφθαρμένας Anth.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(διασμῑλεύω)<br />[[limar]], [[pulir]] fig. στίξας διεσμίλευσα ταύτας (τὰς Ὁμηρείους βίβλους) ἐντέχνως puntué y pulí estos (poemas homéricos) según las reglas</i>, <i>AP</i> 15.38 (Cometas), en v. pas. λόγοι λεπτοὶ διεσμιλευμέναι τε φροντίδες palabras sutiles y pensamientos tallados a cincel</i> Alex.223.8, cf. Poll.6.149, Hsch.δ 1663<br /><b class="num">•</b>ref. pers., en v. pas. [[ser refinado]] Dioscorus 10.4, 11.4.
|lstext='''διασμῑλεύω''': [[λεαίνω]], στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. [[διεσμιλευμένως]] Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασμῑλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λειαίνω]], [[στιλβώνω]] με τη [[σμίλη]], μεταφ., σε Ανθ.
|lsmtext='''διασμῑλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λειαίνω]], [[στιλβώνω]] με τη [[σμίλη]], μεταφ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασμῑλεύω:''' досл. подпиливать, шлифовать, перен. исправлять (τὰς βίβλους ἐφθαρμένας Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[polish]] off with the [[chisel]]: metaph., Anth.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[polish]] off with the [[chisel]]: metaph., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

English (LSJ)

polish off with the chisel: metaph., δ. βίβλους AP15.38 (Cometas); διεσμιλευμέναι φροντίδες refined, subtle theories, Alex. 221.8. Adv. διεσμιλευμένως Poll.6.150, Hsch.

Spanish (DGE)

(διασμῑλεύω)
limar, pulir fig. στίξας διεσμίλευσα ταύτας (τὰς Ὁμηρείους βίβλους) ἐντέχνως puntué y pulí estos (poemas homéricos) según las reglas, AP 15.38 (Cometas), en v. pas. λόγοι λεπτοὶ διεσμιλευμέναι τε φροντίδες palabras sutiles y pensamientos tallados a cincel Alex.223.8, cf. Poll.6.149, Hsch.δ 1663
ref. pers., en v. pas. ser refinado Dioscorus 10.4, 11.4.

German (Pape)

[Seite 602] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).

French (Bailly abrégé)

limer, polir en limant.
Étymologie: διά, σμιλεύω.

Russian (Dvoretsky)

διασμῑλεύω: досл. подпиливать, шлифовать, перен. исправлять (τὰς βίβλους ἐφθαρμένας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διασμῑλεύω: λεαίνω, στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. διεσμιλευμένως Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

διασμιλεύω (Α)
1. καθιστώ λείο, στιλβώνω με τη σμίλη
2. φρ. «διεσμιλευμέναι φροντίδες» — θεωρίες έντεχνα επεξεργασμένες.

Greek Monotonic

διασμῑλεύω: μέλ. -σω, λειαίνω, στιλβώνω με τη σμίλη, μεταφ., σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. σω
to polish off with the chisel: metaph., Anth.