διεσμιλευμένως
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
Adv. in polished style, Poll.6.150, Hsch.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασμιλεύω con cierta elaboración, cuidadosamente del discurso, Poll.6.150, Cyr.Al.M.69.84C, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διεσμιλευμένως: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. διασμιλεύω.