μεραρχία: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merarchia
|Transliteration C=merarchia
|Beta Code=merarxi/a
|Beta Code=merarxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[command of a]] <b class="b3">μεράρχης</b>, Ascl.l.c., Arr.l.c.</span>
|Definition=ἡ, [[command]] of a [[μεράρχης]], Ascl.l.c., Arr.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:38, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ, command of a μεράρχης, Ascl.l.c., Arr.l.c.

German (Pape)

[Seite 134] ὴ, Amt u. Würde des Vorigen, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

μεραρχία: ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ.

Greek Monolingual

η (Α μεραρχία) μεράρχης
νεοελλ.
οργανική μεγάλη μονάδα του στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή αυτοτέλεια, και η οποία είναι η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες
αρχ.
στρατιωτική μονάδα που διοικούσε ο μεράρχης και την οποία αποτελούσαν δύο χιλιαρχίες, δηλ. 2.048 άνδρες.