γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
η (Α αὐτοτέλεια) αυτοτελήςνεοελλ.αυθυπαρξία, ανεξαρτησίααρχ.άκρα τελειότητα, εντέλεια.