πολυσύνθετος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polysynthetos
|Transliteration C=polysynthetos
|Beta Code=polusu/nqetos
|Beta Code=polusu/nqetos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">much-compounded</b>, <span class="bibl">Plot.5.9.3</span>; of medicines, [[with many ingredients]], <span class="bibl">Alex.Trall.5.5</span>; of words, [[with many elements]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>844</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> τὸ π. [[the union of clauses by many particles]], Rutil.1.14.</span>
|Definition=πολυσύνθετον,<br><span class="bld">A</span> [[much-compounded]], Plot.5.9.3; of medicines, [[with many ingredients]], Alex.Trall.5.5; of words, [[with many elements]], Sch.Ar.''Ra.''844, etc.<br><span class="bld">II</span> τὸ π. [[the union of clauses by many particles]], Rutil.1.14.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

English (LSJ)

πολυσύνθετον,
A much-compounded, Plot.5.9.3; of medicines, with many ingredients, Alex.Trall.5.5; of words, with many elements, Sch.Ar.Ra.844, etc.
II τὸ π. the union of clauses by many particles, Rutil.1.14.

German (Pape)

[Seite 674] vielfach zusammengesetzt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύνθετος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συγκείμενος, κόσμος Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 12· ῥήματα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 844, κτλ.· ― τὸ πολυσύνθετον, ἡ σύνδεσις τῶν προτάσεων διὰ πολλῶν μορίων, Rutil. Lup. 1. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύνθετος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που συγκροτείται, που απαρτίζεται από πολλά τμήματα, από πολλά στοιχεία
2. (ιδίως για φαρμακευτικά παρασκευάσματα) αυτός που αποτελείται από πολλά συστατικά
3. (για λέξη) αυτός που έχει σχηματιστεί με περισσότερα από δύο συνθετικά, όπως λ.χ. δι-εισ-δύω, προ-κατα-λαμβάνω, παρα-σύν-θημα
4. το ουδ. ως ουσ. το πολυσύνθετο
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνδεση τών προτάσεων γίνεται με τη χρήση πολλών μορίων
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά χαρίσματα ή πολλές ικανότητες, χαρισματικός, πολυτάλαντος («πολυσύνθετη προσωπικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σύνθετος.