ὕλημα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylima | |Transliteration C=ylima | ||
|Beta Code=u(/lhma | |Beta Code=u(/lhma | ||
|Definition=[ῡ], ατος, τό, (ὕλη) mostly in | |Definition=[ῡ], ατος, τό, ([[ὕλη]]) mostly in plural, [[woody plants]], especially of [[shrubs]], [[bushes]] (including <b class="b3">τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη</b>), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.5.3 (cj. for [[κλήματα]]), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. [[δένδρα]] and [[ποώδη]], ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence [[ὑληματικός]], ή, όν, [[belonging to the class of]] [[ὕλημα]], Id.''CP''6.11.10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[broussailles]], [[taillis]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕλημα''': τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ [[νάρθηξ]] καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· [[προσέτι]]: τὸ [[κενταύριον]], τὸ [[ἀψίνθιον]], παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, [[αὐτόθι]] 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - [[ἐντεῦθεν]] ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10. | |lstext='''ὕλημα''': τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ [[νάρθηξ]] καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· [[προσέτι]]: τὸ [[κενταύριον]], τὸ [[ἀψίνθιον]], παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, [[αὐτόθι]] 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - [[ἐντεῦθεν]] ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὕλημα:''' ατος τό кустарник Plut. | |elrutext='''ὕλημα:''' ατος τό кустарник Plut. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Gebüsch]], [[Strauchwerk]], [[Reisig]]</i>, bes. <i>die [[Klasse]] der [[Gewächse]], die [[zwischen]] [[θάμνος]] und [[βοτάνη]] [[stehen]]</i>, Theophr.; – andere Spätere überhaupt <i>[[Stoff]], [[Masse]]</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, (ὕλη) mostly in plural, woody plants, especially of shrubs, bushes (including τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη), Thphr. HP 1.5.3 (cj. for κλήματα), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. δένδρα and ποώδη, ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence ὑληματικός, ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Id.CP6.11.10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
broussailles, taillis.
Étymologie: ὕλη.
Greek (Liddell-Scott)
ὕλημα: τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ νάρθηξ καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· προσέτι: τὸ κενταύριον, τὸ ἀψίνθιον, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, αὐτόθι 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - ἐντεῦθεν ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10.
Russian (Dvoretsky)
ὕλημα: ατος τό кустарник Plut.
German (Pape)
τό, Gebüsch, Strauchwerk, Reisig, bes. die Klasse der Gewächse, die zwischen θάμνος und βοτάνη stehen, Theophr.; – andere Spätere überhaupt Stoff, Masse.