ἐγκάθισμα: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkathisma
|Transliteration C=egkathisma
|Beta Code=e)gka/qisma
|Beta Code=e)gka/qisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sitz-bath]], Dsc.3.113, <span class="title">Gp.</span>12.23.5, <span class="bibl">Sor.1.56</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[dwelling on a syllable in pronunciation]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 20</span>,<span class="bibl">22</span> fin.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[sitz-bath]], Dsc.3.113, ''Gp.''12.23.5, Sor.1.56, etc.<br><span class="bld">II</span> [[dwelling on a syllable in pronunciation]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]'' 20,22 fin.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[baño de asiento]] ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς [[ἐγκάθισμα]] ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas <i>Fr</i>.3, <i>Cyran</i>.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.<br /><b class="num">2</b> gram. [[pausa]], [[demora]] en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.<i>Comp</i>.20.14, cf. 22.44.<br /><b class="num">3</b> alquim. [[dispositivo interno]] ὄργανα ... ἔχοντα [[ἐγκάθισμα]] ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín</i> Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.2.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκάθισμα''': τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ σώματος [[κυρίως]] διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ.
|lstext='''ἐγκάθισμα''': τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ σώματος [[κυρίως]] διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[baño de asiento]] ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς [[ἐγκάθισμα]] ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas <i>Fr</i>.3, <i>Cyran</i>.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.<br /><b class="num">2</b> gram. [[pausa]], [[demora]] en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.<i>Comp</i>.20.14, cf. 22.44.<br /><b class="num">3</b> alquim. [[dispositivo interno]] ὄργανα ... ἔχοντα [[ἐγκάθισμα]] ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín</i> Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.2.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκάθισμα]], το (Α)<br />[[ατμόλουτρο]] για τα γεννητικά όργανα.
|mltxt=[[ἐγκάθισμα]], το (Α)<br />[[ατμόλουτρο]] για τα γεννητικά όργανα.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sitz-bath, Dsc.3.113, Gp.12.23.5, Sor.1.56, etc.
II dwelling on a syllable in pronunciation, D.H.Comp. 20,22 fin.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. baño de asiento ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς ἐγκάθισμα ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas Fr.3, Cyran.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.
2 gram. pausa, demora en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.Comp.20.14, cf. 22.44.
3 alquim. dispositivo interno ὄργανα ... ἔχοντα ἐγκάθισμα ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín Zos.Alch.Comm.Gen.2.1.

German (Pape)

[Seite 703] τό, 1) das Darinsitzen, besonders im Dampfbade, Medic. – 2) bei Sp. das Auflauern, der Hinterhalt. – 3) bei D. Hal. C. V. das Anhalten, Anstoßen in der Rede bei den (schwierig auszusprechenden) Consonanten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκάθισμα: τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ κάτω μέρη τοῦ σώματος κυρίως διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἐγκάθισμα, το (Α)
ατμόλουτρο για τα γεννητικά όργανα.