ατμόλουτρο

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

το
1. γενικό ή τοπικό λουτρό με υδρατμούς ή ατμούς μεταλλικών υδάτων για θεραπευτικούς σκοπούς (αρθροπάθειες, ρευματαλγίες, νευραλγίες)
2. συσκευή έμμεσης ήπιας θέρμανσης διαφόρων ευαίσθητων ουσιών.