demora
From LSJ
Spanish > Greek
ἐγκαθισμός, ἐνεδρεία, ἕδρα, ἐγκάθισμα, ἀναβολή, βράδος, ἐκπροθεσμία, διολκή, διαφορά, διαμέλλησις, διατριβή, διελκυσμός
ἐγκαθισμός, ἐνεδρεία, ἕδρα, ἐγκάθισμα, ἀναβολή, βράδος, ἐκπροθεσμία, διολκή, διαφορά, διαμέλλησις, διατριβή, διελκυσμός