τεφρώ: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όω, Α [[τέφρα]]<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καίω]] [[κάτι]] ώσπου να μεταβληθεί σε [[τέφρα]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] με [[πυρπόληση]], με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>τεφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καλύπτομαι από [[τέφρα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τεφρώσας<br />σποδώσας»<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τεφρώσας, ἐμπρήσας, αποδώσας καὶ [[παροιμία]] "μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ"».
|mltxt=-όω, Α [[τέφρα]]<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καίω]] [[κάτι]] ώσπου να μεταβληθεί σε [[τέφρα]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] με [[πυρπόληση]], με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>τεφροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καλύπτομαι από [[τέφρα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τεφρώσας<br />σποδώσας»<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τεφρώσας, ἐμπρήσας, αποδώσας καὶ [[παροιμία]] "μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ"».
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 24 October 2020

Greek Monolingual

-όω, Α τέφρα
1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα
2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ)
3. παθ. τεφροῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι από τέφρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσας
σποδώσας»
5. (κατά το λεξ. Σούδα) «τεφρώσας, ἐμπρήσας, αποδώσας καὶ παροιμία "μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ"».