κόλλημα: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kollima
|Transliteration C=kollima
|Beta Code=ko/llhma
|Beta Code=ko/llhma
|Definition=ατος, τό, (κολλάω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which is glued]] or [[fastened together]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>33</span>, <span class="title">IG</span>11(2).287<span class="title">B</span>152 (Delos, iii B.C.); βυβλιδίου κ. <span class="bibl">Antiph.162</span>; esp. of the [[sheets of papyrus gummed together]] to form a roll, <span class="title">PMag.Par.</span>1.2068, 2513, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>16.9</span> (ii A.D.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> hymenic [[obstruction]], <span class="bibl">Aët.16.108</span> (98).</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[κολλάω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is glued together]] or [[that which is fastened together]], Hp.''Art.''33, ''IG''11(2).287''B''152 (Delos, iii B.C.); βυβλιδίου κ. Antiph.162; especially of the [[sheets of papyrus gummed together]] to form a roll, ''PMag.Par.''1.2068, 2513, ''BGU''16.9 (ii A.D.), etc.<br><span class="bld">II</span> [[hymenic]] [[obstruction]], Aët.16.108 (98).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κόλλημα]]) [[κολλώ]]<br />[[καθετί]] που έχει ενωθεί με [[κόλλα]], [[οτιδήποτε]] έχει συγκολληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κόλληση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> αυτό που επικολλήθηκε, [[επικόλλημα]], [[μπάλωμα]]<br /><b>3.</b> επίμονο και ενοχλητικό [[φλερτάρισμα]]<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] λειχήνων της οικογένειας collemataceae<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το [[σημείο]] όπου έγινε η [[συγκόλληση]]|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκολλημένα φύλλα παπύρου που συγκροτούν κύλινδρο<br /><b>2.</b> [[απόφραξη]] του παρθενικού υμένα.·
|mltxt=το (AM [[κόλλημα]]) [[κολλώ]]<br />[[καθετί]] που έχει ενωθεί με [[κόλλα]], [[οτιδήποτε]] έχει συγκολληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κόλληση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> αυτό που επικολλήθηκε, [[επικόλλημα]], [[μπάλωμα]]<br /><b>3.</b> επίμονο και ενοχλητικό [[φλερτάρισμα]]<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] λειχήνων της οικογένειας collemataceae<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το [[σημείο]] όπου έγινε η [[συγκόλληση]]|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκολλημένα φύλλα παπύρου που συγκροτούν κύλινδρο<br /><b>2.</b> [[απόφραξη]] του παρθενικού υμένα.·
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κόλλημα -ατος, τό [κολλάω] geneesk. gipsverband.
|elnltext=κόλλημα -ατος, τό [κολλάω] geneesk. gipsverband.
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[hoja de papiro]] λαβὼν ἱερατικὸν κ. γράψον ἐπ' αὐτοῦ τῷ σοι μηνυθησομένῳ μέλανι τὸ ζῴδιον τὸ μηνυθησόμενον <b class="b3">toma una hoja de papiro hierático y dibuja, con la tinta que se te va a explicar, la figura que se te indicará</b> P IV 2068 λαβὼν ἱερατικὸν κ. φόρει περὶ τὸν δεξιὸν βραχίονά σου, ἐν ᾧ ἐπιθύσεις <b class="b3">toma una hoja de papiro hierático y llévalo alrededor del brazo derecho mientras realizas la ofrenda</b> P IV 2513 εἰς ἱερατικὸν κ. γράψας τὸ ὄνομα φόρει <b class="b3">escribe el nombre en una hoja de papiro y llévalo</b> P XIII 253
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό, (κολλάω)
A that which is glued together or that which is fastened together, Hp.Art.33, IG11(2).287B152 (Delos, iii B.C.); βυβλιδίου κ. Antiph.162; especially of the sheets of papyrus gummed together to form a roll, PMag.Par.1.2068, 2513, BGU16.9 (ii A.D.), etc.
II hymenic obstruction, Aët.16.108 (98).

German (Pape)

[Seite 1473] τό, das Zusammengeleimte, -gefugte, βιβλιδίου Antiphan. bei Poll. 7, 211.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλημα: τό, (κολλάω) τὸ συγκεκολλημένον ἢ συνηρμοσμένον στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀντιφ. ἐν «Μύλωνι» 1.

Spanish

hoja de papiro

Greek Monolingual

το (AM κόλλημα) κολλώ
καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί
νεοελλ.
1. κόλληση, συγκόλληση
2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα
3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα
4. βοτ. γένος λειχήνων της οικογένειας collemataceae
νεοελλ.-μσν.
το σημείο όπου έγινε η συγκόλληση

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλλημα -ατος, τό [κολλάω] geneesk. gipsverband.

Léxico de magia

τό hoja de papiro λαβὼν ἱερατικὸν κ. γράψον ἐπ' αὐτοῦ τῷ σοι μηνυθησομένῳ μέλανι τὸ ζῴδιον τὸ μηνυθησόμενον toma una hoja de papiro hierático y dibuja, con la tinta que se te va a explicar, la figura que se te indicará P IV 2068 λαβὼν ἱερατικὸν κ. φόρει περὶ τὸν δεξιὸν βραχίονά σου, ἐν ᾧ ἐπιθύσεις toma una hoja de papiro hierático y llévalo alrededor del brazo derecho mientras realizas la ofrenda P IV 2513 εἰς ἱερατικὸν κ. γράψας τὸ ὄνομα φόρει escribe el nombre en una hoja de papiro y llévalo P XIII 253