ἐοικότως: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eoikotos
|Transliteration C=eoikotos
|Beta Code=e)oiko/tws
|Beta Code=e)oiko/tws
|Definition=Att. εἰκότως, Ion. οἰκότως, Adv. of part. [[ἐοικώς]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[similarly]], [[like]], τινί <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>915</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">reasonably, fairly, naturally, as was to be expected</b>, <span class="bibl">Hdt.2.25</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>403</span> (lyr.); <b class="b3">οὐκ εἰ</b>. un[[fairly]], <span class="bibl">Th.1.37</span>; freq. emphat. at the close of a sentence or clause, ib.<span class="bibl">77</span>,<span class="bibl">2.93</span>, <span class="bibl">Isoc. 1.48</span>, etc.</span>
|Definition=Att. [[εἰκότως]], Ion. [[οἰκότως]], Adv. of part. [[ἐοικώς]],<br><span class="bld">A</span> [[similarly]], [[like]], τινί A.Ag.915.<br><span class="bld">2</span> [[reasonably]], [[fairly]], [[naturally]], [[as was to be expected]], [[Herodotus|Hdt.]]2.25, A.Supp.403 (lyr.); [[οὐκ ἐοικότως]] = [[unfairly]], Th.1.37; freq. emphat. at the close of a sentence or clause, ib.77,2.93, Isoc. 1.48, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] s. [[εἰκότως]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] s. [[εἰκότως]].
}}
{{bailly
|btext=<i>att.</i> [[εἰκότως]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> semblablement à, τινι;<br /><b>2</b> [[vraisemblablement]] ; naturellement, comme on peut le penser ; [[οὐκ]] [[εἰκότως]] THC sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἔοικα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐοικότως:''' атт. [[εἰκότως]], ион. [[οἰκότως]]<br /><b class="num">1</b> [[подобно]], [[соответственно]] (τινί Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[естественно]], [[как и следовало]] (следует) [[ожидать]] er., Aesch.: οὐκ ἐ. Thuc. несправедливо.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐοικότως''': Ἀττ. [[εἰκότως]], Ἰων. [[οἰκότως]], Ἐπίρρ. τῆς μετοχ. ἐοικώς, ὁμοίως, [[ἀναλόγως]], ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας [[εἰκότως]] ἐμῇ, ὡμίλησας κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν ἀπουσίαν μου, δηλ. ἐν ἐκτάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 915. 2) [[εἰκότως]], δικαίως, ὀρθῶς, φυσικῶς, [[πρεπόντως]], Ἡρόδ. 2. 25, Αἰσχύλ. Ἱκ. 403· οὐκ [[εἰκότως]] Θουκ. 1. 37· [[συχν]]. τίθεται μετ’ ἐμφάσεως ἐν τέλει προτάσεως, ὁ αὐτὸς 1. 77., 2. 93. Ἰσοκρ. 12D, κλ.
|lstext='''ἐοικότως''': Ἀττ. [[εἰκότως]], Ἰων. [[οἰκότως]], Ἐπίρρ. τῆς μετοχ. ἐοικώς, ὁμοίως, [[ἀναλόγως]], ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας [[εἰκότως]] ἐμῇ, ὡμίλησας κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν ἀπουσίαν μου, δηλ. ἐν ἐκτάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 915. 2) [[εἰκότως]], δικαίως, ὀρθῶς, φυσικῶς, [[πρεπόντως]], Ἡρόδ. 2. 25, Αἰσχύλ. Ἱκ. 403· οὐκ [[εἰκότως]] Θουκ. 1. 37· συχν. τίθεται μετ’ ἐμφάσεως ἐν τέλει προτάσεως, ὁ αὐτὸς 1. 77., 2. 93. Ἰσοκρ. 12D, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>att.</i> [[εἰκότως]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> semblablement à, τινι;<br /><b>2</b> vraisemblablement ; naturellement, comme on peut le penser ; [[οὐκ]] [[εἰκότως]] THC sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἔοικα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐοικότως:''' Αττ. [[εἰκότως]], Ιων. [[οἰκότως]],<br /><b class="num">1.</b> επίρρ. της μτχ. [[ἐοικώς]], ομοίως, αναλόγως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λογικά, [[δικαίως]], [[φυσικά]], φυσιολογικά, σε Ηρόδ.· <i>οὐκεἰκότως</i>, αδίκως, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐοικότως:''' Αττ. [[εἰκότως]], Ιων. [[οἰκότως]],<br /><b class="num">1.</b> επίρρ. της μτχ. [[ἐοικώς]], ομοίως, αναλόγως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λογικά, [[δικαίως]], [[φυσικά]], φυσιολογικά, σε Ηρόδ.· <i>οὐκεἰκότως</i>, αδίκως, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐοικότως:''' атт. [[εἰκότως]], ион. [[οἰκότως]]<br /><b class="num">1)</b> подобно, соответственно (τινί Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> естественно, как и следовало (следует) ожидать Her., Aesch.: οὐκ ἐ. Thuc. несправедливо.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Adv. of [[part]]. [[ἐοικώς]],]<br /><b class="num">1.</b> [[similarly]], like, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[reasonably]], [[fairly]], [[naturally]], Hdt.; οὐκ [[εἰκότως]] un[[fairly]], Thuc.
|mdlsjtxt=[Adv. of [[part]]. [[ἐοικώς]],]<br /><b class="num">1.</b> [[similarly]], like, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[reasonably]], [[fairly]], [[naturally]], Hdt.; οὐκ [[εἰκότως]] un[[fairly]], Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 21:33, 21 March 2024

English (LSJ)

Att. εἰκότως, Ion. οἰκότως, Adv. of part. ἐοικώς,
A similarly, like, τινί A.Ag.915.
2 reasonably, fairly, naturally, as was to be expected, Hdt.2.25, A.Supp.403 (lyr.); οὐκ ἐοικότως = unfairly, Th.1.37; freq. emphat. at the close of a sentence or clause, ib.77,2.93, Isoc. 1.48, etc.

German (Pape)

[Seite 892] s. εἰκότως.

French (Bailly abrégé)

att. εἰκότως;
adv.
1 semblablement à, τινι;
2 vraisemblablement ; naturellement, comme on peut le penser ; οὐκ εἰκότως THC sans raison.
Étymologie: ἔοικα.

Russian (Dvoretsky)

ἐοικότως: атт. εἰκότως, ион. οἰκότως
1 подобно, соответственно (τινί Aesch.);
2 естественно, как и следовало (следует) ожидать er., Aesch.: οὐκ ἐ. Thuc. несправедливо.

Greek (Liddell-Scott)

ἐοικότως: Ἀττ. εἰκότως, Ἰων. οἰκότως, Ἐπίρρ. τῆς μετοχ. ἐοικώς, ὁμοίως, ἀναλόγως, ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας εἰκότως ἐμῇ, ὡμίλησας κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν ἀπουσίαν μου, δηλ. ἐν ἐκτάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 915. 2) εἰκότως, δικαίως, ὀρθῶς, φυσικῶς, πρεπόντως, Ἡρόδ. 2. 25, Αἰσχύλ. Ἱκ. 403· οὐκ εἰκότως Θουκ. 1. 37· συχν. τίθεται μετ’ ἐμφάσεως ἐν τέλει προτάσεως, ὁ αὐτὸς 1. 77., 2. 93. Ἰσοκρ. 12D, κλ.

Greek Monotonic

ἐοικότως: Αττ. εἰκότως, Ιων. οἰκότως,
1. επίρρ. της μτχ. ἐοικώς, ομοίως, αναλόγως, σε Αισχύλ.
2. λογικά, δικαίως, φυσικά, φυσιολογικά, σε Ηρόδ.· οὐκεἰκότως, αδίκως, σε Θουκ.

Middle Liddell

[Adv. of part. ἐοικώς,]
1. similarly, like, Aesch.
2. reasonably, fairly, naturally, Hdt.; οὐκ εἰκότως unfairly, Thuc.