εὔζωστος: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyzostos
|Transliteration C=eyzostos
|Beta Code=eu)/zwstos
|Beta Code=eu)/zwstos
|Definition=ον, (ζώννυμαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easily girt]], [[convenient for girding]], ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>14</span>; gloss on [[εὔζωνος]], Sch.D <span class="bibl">Il.1.429</span>.</span>
|Definition=εὔζωστον, ([[ζώννυμαι]]) [[easily girt]], [[convenient for girding]], ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.''Art.''14; ''Glossaria'' on [[εὔζωνος]], Sch.D Il.1.429.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

English (LSJ)

εὔζωστον, (ζώννυμαι) easily girt, convenient for girding, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.Art.14; Glossaria on εὔζωνος, Sch.D Il.1.429.

German (Pape)

[Seite 1066] = εὔζωνος, Erklärung Schol. Il. 1, 429.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωστος: -ον, (ζώννυμι) εὐκόλως ζωννύμενος, κατάλληλος πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑαυτοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, ἔνθα μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».

Greek Monolingual

εὔζωστος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ζωσμένος, έτοιμος για τον αγώνα, δραστήριος
1. αυτός που ζώνεται εύκολα ή είναι κατάλληλος για ζώσιμο
2. (για γυναίκα) καλά ζωσμένη, κομψή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωστός (< ζώννυμι)].