ἀναπόσπαστος: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapospastos
|Transliteration C=anapospastos
|Beta Code=a)napo/spastos
|Beta Code=a)napo/spastos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inseparable]], τοῦ ἑνός <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>113</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>p.6</span> D.</span>
|Definition=ἀναπόσπαστον, [[inseparable]], τοῦ ἑνός Dam.''Pr.''113. Adv. [[ἀναποσπάστως]] = [[inseparably]] Simp. ''in Epict.''p.6 D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inseparable]] τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.113<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον Chrys.M.63.15.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀναποσπάστως]] = [[inseparablemente]] Simp.<i>in Epict</i>.6.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht abgezogen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] [[nicht abgezogen]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπόσπαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, [[ἀχώριστος]] «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.
|lstext='''ἀναπόσπαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, [[ἀχώριστος]] «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inseparable]] τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.113<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀ. Chrys.M.63.15.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inseparablemente]] Simp.<i>in Epict</i>.6.35.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπόσπαστος]], -ον) [[ἀποσπῶ]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από [[κάτι]] [[άλλο]], [[αδιάσπαστος]], [[αχώριστος]], [[αδιάρρηκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαραίτητος]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπόσπαστος]], -ον) [[ἀποσπῶ]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από [[κάτι]] [[άλλο]], [[αδιάσπαστος]], [[αχώριστος]], [[αδιάρρηκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαραίτητος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:43, 28 September 2023

English (LSJ)

ἀναπόσπαστον, inseparable, τοῦ ἑνός Dam.Pr.113. Adv. ἀναποσπάστως = inseparably Simp. in Epict.p.6 D.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseparable τοῦ ἑνός Dam.Pr.113
subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον Chrys.M.63.15.
2 adv. ἀναποσπάστως = inseparablemente Simp.in Epict.6.35.

German (Pape)

[Seite 203] nicht abgezogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόσπαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, ἀχώριστος «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπόσπαστος, -ον) ἀποσπῶ
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος
νεοελλ.
απαραίτητος.