απαραίτητος
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαραίτητος, -ον) παραιτούμαι
αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα
2. το ουδ. ως ουσ. τα απαραίτητα
τα απολύτως αναγκαία, τα χρειαζούμενα
μσν.
ο αναπόφευκτος
αρχ.
1. όποιος δεν αλλάζει γνώμη υποχωρώντας σε παρακλήσεις, άκαμπτος, αμείλικτος
2. (για ποινές) αναπόφευκτος, σκληρός
3. (για σφάλματα ή αδικήματα) ο ασυγχώρητος, ο αθεράπευτος.