ἀντερειστικός: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antereistikos
|Transliteration C=antereistikos
|Beta Code=a)ntereistiko/s
|Beta Code=a)ntereistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for resistance]], [[ἕζις]] Metop. ap. Stob.3.1.115, Hierocl.p.23A.; κίνησις <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>1046.12</span>.</span>
|Definition=ἀντερειστική, ἀντερειστικόν, of or for [[resistance]], [[ἕζις]] Metop. ap. Stob.3.1.115, Hierocl.p.23A.; κίνησις Simp. ''in Ph.''1046.12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que empuja]], [[que presiona]] τὸ πάθος συνερειστικὸν ὁμοῦ καὶ ἀντερειστικὸν ἀποτελεῖται el proceso es al tiempo de presión recíproca y unilateral</i> Hierocl.p.23.<br /><b class="num">2</b> [[que ofrece resistencia]], [[resistente]] ἕξις γὰρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ ... τῶν δεινῶν del valor, Metopus en Stob.3.1.115, σωματικὴν δὲ λέγει κίνησιν τὴν ἀντερειστικήν Simp.<i>in Ph</i>.1046.12, glos. a [[ἀθηρής]] <i>AB</i> 353.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντερειστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἀντίστασιν, [[ἕξις]] γάρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ καὶ ὑποστατικὰ τῶν δεινῶν Μέτωπος παρὰ Στοβ. 10, Α. Β. 353, 9.
|lstext='''ἀντερειστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἀντίστασιν, [[ἕξις]] γάρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ καὶ ὑποστατικὰ τῶν δεινῶν Μέτωπος παρὰ Στοβ. 10, Α. Β. 353, 9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que empuja]], [[que presiona]] τὸ πάθος συνερειστικὸν ὁμοῦ καὶ ἀντερειστικὸν ἀποτελεῖται el proceso es al tiempo de presión recíproca y unilateral</i> Hierocl.p.23.<br /><b class="num">2</b> [[que ofrece resistencia]], [[resistente]] ἕξις γὰρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ ... τῶν δεινῶν del valor, Metopus en Stob.3.1.115, σωματικὴν δὲ λέγει κίνησιν τὴν ἀντερειστικήν Simp.<i>in Ph</i>.1046.12, glos. a [[ἀθηρής]] <i>AB</i> 353.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

English (LSJ)

ἀντερειστική, ἀντερειστικόν, of or for resistance, ἕζις Metop. ap. Stob.3.1.115, Hierocl.p.23A.; κίνησις Simp. in Ph.1046.12.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que empuja, que presiona τὸ πάθος συνερειστικὸν ὁμοῦ καὶ ἀντερειστικὸν ἀποτελεῖται el proceso es al tiempo de presión recíproca y unilateral Hierocl.p.23.
2 que ofrece resistencia, resistente ἕξις γὰρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ ... τῶν δεινῶν del valor, Metopus en Stob.3.1.115, σωματικὴν δὲ λέγει κίνησιν τὴν ἀντερειστικήν Simp.in Ph.1046.12, glos. a ἀθηρής AB 353.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερειστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς ἀντίστασιν, ἕξις γάρ ἐντὶ ἀντερειστικὰ καὶ ὑποστατικὰ τῶν δεινῶν Μέτωπος παρὰ Στοβ. 10, Α. Β. 353, 9.