resistente
From LSJ
Spanish > Greek
βριαρός, διαρκής, δυνατός, δυσδιάλυτος, δυσπαθής, δύστρεπτος, ἀλκήεις, ἀντίτονος, ἀντερειστικός, ἀντιβατικός, ἀντιτυπητικός, ἀσύντριπτος, ἀτεράμων, ἄκμων, ἄλκιμος, ἐνστατικός, ἐνστηνής, ἔμβιος
βριαρός, διαρκής, δυνατός, δυσδιάλυτος, δυσπαθής, δύστρεπτος, ἀλκήεις, ἀντίτονος, ἀντερειστικός, ἀντιβατικός, ἀντιτυπητικός, ἀσύντριπτος, ἀτεράμων, ἄκμων, ἄλκιμος, ἐνστατικός, ἐνστηνής, ἔμβιος