τελεσσίγαμος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον</b>" to "ῐ], ον")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=telessigamos
|Transliteration C=telessigamos
|Beta Code=telessi/gamos
|Beta Code=telessi/gamos
|Definition=[ῐ], ον, Ep. for [[Τελεσίγαμος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[perfecting]] or [[consecrating a marriage]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>48.232</span>,<span class="bibl">693</span>, al., <span class="bibl">Musae.279</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ον, Ep. for [[Τελεσίγαμος]], [[perfecting]] or [[consecrating a marriage]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 48.232,693, al., Musae.279.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μτγν<br />επικ. τ. [[τελεσίγαμος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυκτί</i>-<i>γαμος</i>), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- για [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και μτγν<br />επικ. τ. [[τελεσίγαμος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῦς», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] ([[πρβλ]]. [[νυκτίγαμος]]), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- για [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῐ], ον, Ep. for Τελεσίγαμος, perfecting or consecrating a marriage, Nonn. D. 48.232,693, al., Musae.279.

German (Pape)

[Seite 1085] poet. = τελεσίγαμος, die Hochzeit vollendend od. einweihend, Nonn. D. 8, 83.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσσίγᾰμος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσίγαμος, ὁ τελειώνων ἢ εὐλογῶν γάμον, Νόνν. Δ. 48. 232, 693. κλπ.

Greek Monolingual

και μτγν
επικ. τ. τελεσίγαμος, -ον, ΜΑ
(επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῦς», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + γάμος (πρβλ. νυκτίγαμος), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].