επιρρέπω: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] ( | |mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] («ἡμῖν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιρρέπει</i><br />πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει<br /><b>3.</b> έχω έμφυτη [[κλίση]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[κλίση]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γείρει<br /><b>5.</b> [[στέλνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]], [[κάνω]] [[κάτι]] να στραφεί [[εναντίον]] κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[κάτι]] («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιρρέπω (Α) ρέπω
1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῖν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)
2. απρόσ. ἐπιρρέπει
πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει
3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι
4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει
5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)
6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).