ρέπω
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
ῥέπω ΝΑ
1. κλίνω προς μια ορισμένη κατεύθυνση
2. (ιδίως για πλάστιγγα) γέρνω προς τα κάτω («τὸ μὲν κάτω ρέπον ἐν τοῖς ζυγοῖς βαρύ
τὸ δὲ ἄνω κοῦφον», Πλάτ.)
3. μτφ. έχω τάση, έχω έφεση πρός κάτι (α. «ρέπει προς την ακολασία» β. «ῥέπουσι πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν μᾶλλον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για γεγονός) έχω αυτή ή την άλλη έκβαση, συμβαίνω
2. (για αντιμαχομένους) υπερισχύω, επικρατώ
3. (μτβ.) κάνω να κλίνει η πλάστιγγα προς το ένα ή το άλλο μέρος
4. φρ. α) «εὖ ῥέπει θεός» — ο θεός είναι ευνοϊκά διατεθειμένος
β) «ῥέπω εἴς τι» — τείνω, καταλήγω, καταντώ («τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥέπει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. σε ρίζα wrep- / wrap- (πρβλ. ῥοπή, ῥόπαλον) και η σύνδεσή του με τα ῥαπίς, ῥαπίζω, ῥάβδος (βλ. λ. ῥαπίς), ενώ, κατ' άλλους, το σύστημα του ῥέπω μπορεί να ενταχθεί στην οικογένεια της ΙΕ ρίζας wer- «στρέφω», που παρουσιάζει ευρύτατη ποικιλία τύπων και σημασιών (πρβλ. λ. ῥέμβομαι)].
Mantoulidis Etymological
(=γέρνω, κλίνω). Ἀρχική ρίζα ϝρεπ.
Παράγωγα: ραπίς, ραπίζω, ρεπτέον, ρέψις, ροπή (=κλίση πρός τά κάτω), ἀμφιρρεπής, ἐπιρρεπής, ἀμφίρροπος, ἀντίρροπος, ἰσόρροπος, ρόπτρον, ρόπαλον, καλαῦροψ (=ποιμενικό ραβδί).