λοιβείον: Difference between revisions

m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λοιβεῑον, τὸ (Α) [[λοιβή]]<br />[[αγγείο]] για [[σπονδή]] («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῖς θεοῑς καθιέρωσεν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=λοιβεῖον, τὸ (Α) [[λοιβή]]<br />[[αγγείο]] για [[σπονδή]] («ἀργυρᾱ λοιβεῖα... τοῖς θεοῖς καθιέρωσεν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

λοιβεῖον, τὸ (Α) λοιβή
αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῖα... τοῖς θεοῖς καθιέρωσεν», Πλούτ.).