Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κωμωδώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α κωμῳδῶ, -έω) [[κωμωδός]]<br />[[διακωμωδώ]], [[γελοιοποιώ]] κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ' ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συγγραφέας]] κωμωδίας ή [[ηθοποιός]] που παίζει σε κωμωδίες<br /><b>2.</b> [[σατιρίζω]] κάποιον από τη [[σκηνή]] του θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] [[χωρίο]] ἡ [[ρητό]] σε [[κωμωδία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κωμῳδῶ τὰ δίκαια» — λέω τα δίκαια σε [[σάτιρα]].
|mltxt=(Α κωμῳδῶ, -έω) [[κωμωδός]]<br />[[διακωμωδώ]], [[γελοιοποιώ]] κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς πεῖσαι... ἀλλ' ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συγγραφέας]] κωμωδίας ή [[ηθοποιός]] που παίζει σε κωμωδίες<br /><b>2.</b> [[σατιρίζω]] κάποιον από τη [[σκηνή]] του θεάτρου («ὡς κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] [[χωρίο]] ἡ [[ρητό]] σε [[κωμωδία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κωμῳδῶ τὰ δίκαια» — λέω τα δίκαια σε [[σάτιρα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 29 September 2022

Greek Monolingual

(Α κωμῳδῶ, -έω) κωμωδός
διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς πεῖσαι... ἀλλ' ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος», Λυσ.)
αρχ.
1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες
2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή του θεάτρου («ὡς κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν», Αριστοφ.)
3. εισάγω χωρίορητό σε κωμωδία
4. φρ. «κωμῳδῶ τὰ δίκαια» — λέω τα δίκαια σε σάτιρα.