φοινικιούς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - " , " to ", ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=–οῡσσα, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πορφυρό, [[χρώμα]], [[φοινίκεος]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικιοῦν
|mltxt=–οῦσσα, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πορφυρό, [[χρώμα]], [[φοινίκεος]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικιοῦν
</i><br />(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε [[έτσι]] από το πορφυρό [[χρώμα]] τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε [[μέχρι]] το 150 [[περίπου]] μ.Χ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «<i>το</i> πορφυρό [[χρώμα]]». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. [[φοινίκιος]] και [[φοινικοῦς]].
</i><br />(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε [[έτσι]] από το πορφυρό [[χρώμα]] τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε [[μέχρι]] το 150 [[περίπου]] μ.Χ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «<i>το</i> πορφυρό [[χρώμα]]». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. [[φοινίκιος]] και [[φοινικοῦς]].
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 13 June 2022

Greek Monolingual

–οῦσσα, -οῦν, Α
1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος (Ι)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῦν
(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. φοινίκιος και φοινικοῦς.